νηματοβλαστικός

νηματοβλαστικός
-ή, -ό
γεωλ. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ο
μοιοβλαστικούς ιστούς μεταμορφωμένων πετρωμάτων, στα οποία τα ορυκτολογικά συστατικά έχουν το ίδιο περίπου μέγεθος και παρουσιάζουν πρισματική έως νηματοειδή ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nematoblastic < nemato- (< νήμα, -ατος) + blastic (< βλαστός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”